- αποδεκτήρ
- ἀποδεκτήρ, ο (Α)ο αποδέκτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποδεκτῆρας — ἀποδεκτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδεκτῆρες — ἀποδεκτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)